- ασυσχέτιστος
- η , ο [ος , ον ]1) несопоставленный, несоотнесённый; 2) несопоставимый, несоотносимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυσχέτιστος — η, ο αυτός που δεν έχει συσχετιστεί με άλλον ή που δεν επιδέχεται συσχετισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συσχετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek